- ελεφαντούργημα
- τοκομψοτέχνημα από ελεφαντόδοντου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελεφαντούργημα — το, ατος καλλιτεχνικό έργο ή κομψοτέχνημα από ελεφαντόδοντο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)